Η λέξη "aloe" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "aloe" στη διεθνή φωνητική αλφάβητο είναι: /aˈloe/
Η "aloe" αναφέρεται σε ένα γένος φυτών που ανήκουν στην οικογένεια των λιγνόδεντρων, κυρίως γνωστά για τα σταυροειδή χυτώδη φύλλα τους και την ικανότητά τους να συσσωρεύουν νερό. Χρησιμοποιείται ευρέως στη φαρμακευτική για τις ευεργετικές του ιδιότητες. Η αλόη είναι γνωστή για τις αρετές της στην περιποίηση του δέρματος και τη θεραπεία εγκαυμάτων.
Η χρήση της λέξης "aloe" είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, ειδικά σε επιστημονικά και φαρμακευτικά κείμενα, αλλά εμφανίζεται και στον καθημερινό λόγο.
El gel de aloe es muy eficaz para quemaduras solares.
Το τζέλ αλόης είναι πολύ αποτελεσματικό για ηλιακά εγκαύματα.
La planta de aloe necesita poco agua para crecer.
Το φυτό αλόης χρειάζεται λίγες νερό για να αναπτυχθεί.
El uso de aloe en cosméticos ha aumentado en los últimos años.
Η χρήση της αλόης στα καλλυντικά έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.
Aloe vera es el remedio de la abuela para todo.
Η αλόη βέρα είναι το γιατρικό της γιαγιάς για όλα.
Con un poco de aloe se curan las heridas más rápido.
Με λίγη αλόη οι πληγές επουλώνονται πιο γρήγορα.
Agregar aloe a tu rutina de belleza puede hacer una gran diferencia.
Η προσθήκη αλόης στη ρουτίνα ομορφιάς σου μπορεί να κάνει μεγάλη διαφορά.
Beber jugo de aloe puede ayudar a la digestión.
Η κατανάλωση χυμού αλόης μπορεί να βοηθήσει στη διαδικασία της πέψης.
Η λέξη "aloe" έχει τις ρίζες της στην αρχαία ελληνική λέξη "ἀλόη" (aloe), που αναφερόταν σε ένα είδος φυτού. Η λέξη αυτή διατηρήθηκε μέσω των λατινικών και έφτασε στα σύγχρονα ισπανικά.
Συνώνυμα: - A´loe vera - Planta de aloe
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα αντώνυμα για τη λέξη "aloe", καθώς αναφέρεται σε συγκεκριμένο φυτό. Ωστόσο, μπορεί να αντιπαρατεθεί με μη θεραπευτικά ή μη οργανικά προϊόντα.