Η λέξη "alojarse" σημαίνει να διαμένει κανείς ή να φιλοξενείται σε κάποιο μέρος, συνήθως σε ξενοδοχείο, πανδοχείο ή άλλη εγκατάσταση που παρέχει διαμονή. Χρησιμοποιείται συχνά και στις δύο μορφές, προφορικά και γραπτά, αλλά περισσότερο σε προφορικές συζητήσεις σχετικά με ταξίδια και διαμονές.
"Αποφάσισα να μείνω σε ένα ξενοδοχείο κοντά στην παραλία."
"Cuando visité Madrid, me alojé en un hostal barato."
Η λέξη "alojarse" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σχετικές με τα ταξίδια και τη φιλοξενία.
"Να μείνεις στο σπίτι ενός φίλου."
"No me gusta alojarme en hoteles lujosos."
"Δεν μου αρέσει να διαμένω σε πολυτελή ξενοδοχεία."
"Cuando viajo, prefiero alojarme en apartamentos."
"Όταν ταξιδεύω, προτιμώ να μένω σε διαμερίσματα."
"Alojarse por corto tiempo puede ser más económico."
"Η διαμονή για μικρό χρονικό διάστημα μπορεί να είναι πιο οικονομική."
"Es habitual alojarse en un camping en verano."
Η λέξη "alojarse" προέρχεται από το ισπανικό "alojar," το οποίο έχει τις ρίζες του στη λατινική λέξη "adlocare," που σημαίνει να τοποθετείς ή να εγκαθιστάς.
residir (κατοικώ)
Αντώνυμα: