alopecia - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

alopecia (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Alopecia είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

/aloˈpeθja/ (ισπανικά) ή /aloˈpɛsɪə/ (παρομοίως αγγλικά)

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "alopecia" αναφέρεται στην κατάσταση απώλειας μαλλιών. Σε ιατρικά συμφραζόμενα, σχετίζεται με διάφορους τύπους αλωπεκίας, όπως η αλωπεκία Areata, η οποία προκαλεί τριχόπτωση σε συγκεκριμένες περιοχές, ή η γενετική αλωπεκία. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά και επιστημονικά κείμενα, αλλά και σε προφορικό λόγο στις σχετικές συζητήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La alopecia es un problema que afecta a muchas personas.
  2. (Η αλωπεκία είναι ένα πρόβλημα που επηρεάζει πολλές ανθρώπους.)

  3. Existen diferentes tratamientos para la alopecia.

  4. (Υπάρχουν διάφορες θεραπείες για την αλωπεκία.)

  5. La alopecia puede ser causada por el estrés.

  6. (Η αλωπεκία μπορεί να προκληθεί από το άγχος.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "alopecia" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα που σχετίζονται με την απώλεια μαλλιών ή την υγεία.

  1. Luchamos contra la alopecia con tratamientos naturales.
  2. (Πολεμάμε την αλωπεκία με φυσικές θεραπείες.)

  3. La alopecia no debe ser un estigma social.

  4. (Η αλωπεκία δεν θα πρέπει να είναι κοινωνικό στίγμα.)

  5. Consultar a un especialista es importante si se sufre de alopecia.

  6. (Η συμβουλή με έναν ειδικό είναι σημαντική αν πάσχεις από αλωπεκία.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "alopecia" προέρχεται από το ελληνικό "ἀλωπεκία" (alōpekía), που σημαίνει "απώλεια τριχών", και σχετίζεται με την αλεπού, λόγω της απώλειας μαλλιών σε αυτήν την κατάσταση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024