Η λέξη "alpargata" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /al.par.ˈɡa.ta/
Η λέξη "alpargata" αναφέρεται σε ένα είδος ελαφρού υποδήματος που συνήθως φτιάχνεται από καμβά ή λινό ύφασμα και έχει σόλα από σχοινί ή από άλλο υλικό. Είναι δημοφιλές σε πολλές ισπανόφωνες χώρες, ειδικά το καλοκαίρι. Η χρήση της είναι πιο συχνή στα γραπτά κείμενα και στη μόδα, αλλά και στη καθημερινή γλώσσα.
Αγόρασα καινούριες παντόφλες για το καλοκαίρι.
Las alpargatas son muy cómodas para caminar.
Οι αλπαργκάτες είναι πολύ άνετες για περπάτημα.
Ella lleva alpargatas en la playa.
Η λέξη "alpargata" δεν είναι ιδιαίτερα συχνά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες παροιμίες και φράσεις που μπορούν να περιλάβουν το "alpargata". Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
"Με αλπαργκάτες στην παραλία, το καλοκαίρι αρχίζει."
"Las alpargatas siempre son la mejor elección para un buen paseo."
"Οι αλπαργκάτες είναι πάντα η καλύτερη επιλογή για μια καλή βόλτα."
"Cada verano, las alpargatas emergen como el calzado de moda."
Η λέξη "alpargata" προέρχεται από το αραβικό "al-bargat", που σημαίνει "παντόφλα", και έχει επηρεαστεί από την ισπανική και άλλες γλώσσες κατά την διάρκεια των αιώνων.
Συνώνυμα: - Zapato de lona (παπούτσι από καμβά) - Sandalia (σανδάλι, στην περίπτωση καλοκαιρινών υποδημάτων)
Αντώνυμα: - Botas (μπότες) - Zapatos formales (επίσημα παπούτσια)
Αυτή η πληροφορία καλύπτει διάφορες πτυχές της λέξης "alpargata".