Alpinismo είναι ουσιαστικό.
/al.piˈni.θmo/
Η λέξη alpinismo αναφέρεται στην πρακτική της ορειβασίας ή του αναρριχητικού σπορ που πραγματοποιείται σε ορεινές περιοχές, συνήθως σε υψηλότερα υψόμετρα. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την τεχνική αναρρίχησης σε βουνά, καθώς και τα σύνολα των δεξιοτήτων που απαιτούνται για αυτό το είδος δραστηριότητας. Η χρήση της είναι κοινή και στα δύο, τον προφορικό και τον γραπτό λόγο.
El alpinismo es un deporte que requiere mucha preparación.
(Η ορειβασία είναι ένα σπορ που απαιτεί πολλή προετοιμασία.)
He decidido practicar alpinismo en los Alpes este verano.
(Αdecίδασα να ασχοληθώ με την ορειβασία στις Άλπεις αυτό το καλοκαίρι.)
El alpinismo puede ser muy peligroso si no tienes experiencia.
(Η ορειβασία μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνη αν δεν έχεις εμπειρία.)
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη alpinismo δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδεθεί με φράσεις σχετικές με την περιπέτεια ή τις προκλήσεις:
El alpinismo no es solo un deporte, es un estilo de vida.
(Η ορειβασία δεν είναι απλώς ένα σπορ, είναι ένας τρόπος ζωής.)
Para mí, el alpinismo es una forma de escapar de la rutina diaria.
(Για μένα, η ορειβασία είναι ένας τρόπος να ξεφύγω από τη καθημερινή ρουτίνα.)
El alpinismo requiere tanto fuerza física como fortaleza mental.
(Η ορειβασία απαιτεί τόσο φυσική δύναμη όσο και ψυχική αντοχή.)
Η λέξη alpinismo προέρχεται από την ιταλική λέξη alpinismo, η οποία αναφέρεται στην αναρρίχηση στα Άλπεις, από τη λατινική λέξη Alpes (Άλπεις).
Συνώνυμα:
- Oρειβασία (escalada)
Αντώνυμα:
- Υποχώρηση (retirada)
- Αποφυγή (evitación)
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης alpinismo στα ισπανικά.