Ρήμα
[alˈki.la]
Η λέξη "alquila" είναι η τρίτη ενικός αριθμός του ρήματος "alquilar", που σημαίνει "νοικιάζω" ή "ενοικιάζω" στα ελληνικά. Χρησιμοποιείται κυρίως σε συμφραζόμενα που αφορούν την ενοικίαση ακινήτων ή υπηρεσιών. Είναι σχετικά συχνή, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, λόγω της συχνής ανάγκης ενοικίασης κατοικιών και άλλων χώρων.
Παραδείγματα προτάσεων:
- Ella alquila un apartamento en el centro de la ciudad.
Αυτή νοικιάζει ένα διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης.
Η λέξη "alquila" προκύπτει σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, που σχετίζονται με την ενοικίαση και τη διαχείριση ακινήτων.
Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων:
- Alquilar a precios de ganga.
Νοικιάζω σε εξαιρετικές τιμές.
No se puede alquilar un piso sin contrato.
Δεν μπορείς να νοικιάσεις ένα διαμέρισμα χωρίς συμβόλαιο.
Alquilar una habitación para estudiantes.
Νοικιάζω ένα δωμάτιο για φοιτητές.
Él sueña con alquilar una casa en la playa.
Αυτός ονειρεύεται να νοικιάσει ένα σπίτι στην παραλία.
Η λέξη "alquilar" προέρχεται από το αραβικό "الكير" (al-kīr), που σημαίνει "παραχώρηση/ενοικίαση". Η υιοθέτησή της στη Ρομανική γλώσσα περιλαμβάνει μια προσαρμογή για να προσαρμοστεί στους γλωσσικούς κανόνες των Ιβηρικών γλωσσών.
Συνώνυμα: - Arrendar - Rentar
Αντώνυμα: - Vender (που σημαίνει "πουλώ")