alquilar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

alquilar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Alquilar είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/alkiˈlaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη alquilar χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφερθεί στην πράξη της ενοικίασης ή της ενοικίασης ενός αντικειμένου, συνήθως ακινήτου ή άλλων αγαθών. Είναι ένα κοινό ρήμα με σημαντική χρήση και μπορεί να εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. Η συχνότητά του είναι αρκετά υψηλή, ειδικά σε συνομιλίες σχετικά με ακίνητα, μεταφορά ή οικονομία.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Quiero alquilar un apartamento en el centro de la ciudad.
  2. Θέλω να νοικιάσω ένα διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης.

  3. Es más caro alquilar un coche durante las vacaciones.

  4. Είναι πιο ακριβό να νοικιάσεις ένα αυτοκίνητο κατά τη διάρκεια των διακοπών.

  5. Mi amigo decidió alquilar su casa en lugar de venderla.

  6. Ο φίλος μου αποφάσισε να νοικιάσει το σπίτι του αντί να το πουλήσει.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη alquilar δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε κάποιες φράσεις που σχετίζονται με την ενοικίαση.

  1. Alquilar a ciegas
  2. Να νοικιάσεις κάτι χωρίς να το έχεις δει πρώτα.
  3. "Decidí alquilar a ciegas un coche de lujo."
  4. "Αποφάσισα να νοικιάσω ένα πολυτελές αυτοκίνητο χωρίς να το έχω δει."

  5. Alquilar por un tiempo determinado

  6. Να νοικιάσεις για μια καθορισμένη περίοδο.
  7. "Voy a alquilar la casa por un tiempo determinado, solo por un año."
  8. "Θα νοικιάσω το σπίτι για μια καθορισμένη περίοδο, μόνο για ένα χρόνο."

  9. Alquilar sin contrato

  10. Να νοικιάσεις κάτι χωρίς να υπάρχει γραπτός συμφωνητικός.
  11. "Es arriesgado alquilar sin contrato, ya que no hay garantías."
  12. "Είναι ριψοκίνδυνο να νοικιάσεις χωρίς συμβόλαιο, καθώς δεν υπάρχουν εγγυήσεις."

Ετυμολογία

Η λέξη alquilar προέρχεται από το αραβικό "الكير" (al-kīr) που σημαίνει "να χρησιμοποιείς κάτι" ή "να δανείζεσαι κάτι".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - arrendar (νοικιάζω/ενοικιάζω) - rentar (νοικιάζω)

Αντώνυμα: - vender (πουλώ)



22-07-2024