Alquilar είναι ρήμα.
/alkiˈlaɾ/
Η λέξη alquilar χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφερθεί στην πράξη της ενοικίασης ή της ενοικίασης ενός αντικειμένου, συνήθως ακινήτου ή άλλων αγαθών. Είναι ένα κοινό ρήμα με σημαντική χρήση και μπορεί να εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. Η συχνότητά του είναι αρκετά υψηλή, ειδικά σε συνομιλίες σχετικά με ακίνητα, μεταφορά ή οικονομία.
Θέλω να νοικιάσω ένα διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης.
Es más caro alquilar un coche durante las vacaciones.
Είναι πιο ακριβό να νοικιάσεις ένα αυτοκίνητο κατά τη διάρκεια των διακοπών.
Mi amigo decidió alquilar su casa en lugar de venderla.
Η λέξη alquilar δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε κάποιες φράσεις που σχετίζονται με την ενοικίαση.
"Αποφάσισα να νοικιάσω ένα πολυτελές αυτοκίνητο χωρίς να το έχω δει."
Alquilar por un tiempo determinado
"Θα νοικιάσω το σπίτι για μια καθορισμένη περίοδο, μόνο για ένα χρόνο."
Alquilar sin contrato
Η λέξη alquilar προέρχεται από το αραβικό "الكير" (al-kīr) που σημαίνει "να χρησιμοποιείς κάτι" ή "να δανείζεσαι κάτι".
Συνώνυμα: - arrendar (νοικιάζω/ενοικιάζω) - rentar (νοικιάζω)
Αντώνυμα: - vender (πουλώ)