Alquiler είναι substantivo (ουσιαστικό).
[al.kiˈler]
Η λέξη alquiler αναφέρεται στη διαδικασία ή τη συμφωνία κατά την οποία ένα άτομο ή μια επιχείρηση (ο μισθωτής) πληρώνει σε έναν ιδιοκτήτη (τον ενοικιαστή) για τη χρήση ενός ακινήτου ή περιουσίας για μια καθορισμένη χρονική περίοδο. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και οικονομικά πλαίσια.
Η συχνότητα της χρήσης της είναι σχετικά υψηλή τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στα γραπτά κείμενα, κυρίως σε συζητήσεις που αφορούν την αγορά ακινήτων, ενοικιάσεις και συμβάσεις.
El alquiler de este apartamento es muy caro.
(Η ενοικίαση αυτού του διαμερίσματος είναι πολύ ακριβή.)
Firmamos un contrato de alquiler por un año.
(Υπογράψαμε ένα συμβόλαιο μίσθωσης για έναν χρόνο.)
Debo pagar el alquiler antes del día cinco.
(Πρέπει να πληρώσω το ενοίκιο πριν από την πέμπτη.)
Η λέξη alquiler χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Alquiler a corto plazo.
(Ενοικίαση βραχυπρόθεσμη.)
Αναφέρεται σε συμβάσεις ενοικίασης που διαρκούν μικρότερο χρονικό διάστημα, συνήθως κάτω από ένα χρόνο.
El alquiler de corazones.
(Η ενοικίαση των καρδιών.)
Χρησιμοποιείται κυρίως μεταφορικά για σχέσεις που δεν έχουν μόνιμο χαρακτήρα.
Alquiler sin contrato.
(Ενοικίαση χωρίς συμβόλαιο.)
Αναφέρεται σε ενοικιάσεις που γίνονται χωρίς νομική συμφωνία, κάτι που μπορεί να είναι επικίνδυνο.
Alquiler a largo plazo.
(Ενοικίαση μακροχρόνια.)
Σημαίνει ενοικίαση που διαρκεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, συνήθως πάνω από ένα χρόνο.
Η λέξη alquiler προέρχεται από τη λατινική λέξη "acquirere", που σημαίνει "να αποκτώ". Η έννοια αυτή σχετίζεται με την ιδέα της απόκτησης δικαιώματος χρήσης ενός ακινήτου για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Συνώνυμα: - arrendamiento (μίσθωση) - renta (ενοίκιο)
Αντώνυμα: - propiedad (ιδιοκτησία) - compra (αγορά)