alquiler - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

alquiler (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Alquiler είναι substantivo (ουσιαστικό).

Φωνητική μεταγραφή

[al.kiˈler]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη alquiler αναφέρεται στη διαδικασία ή τη συμφωνία κατά την οποία ένα άτομο ή μια επιχείρηση (ο μισθωτής) πληρώνει σε έναν ιδιοκτήτη (τον ενοικιαστή) για τη χρήση ενός ακινήτου ή περιουσίας για μια καθορισμένη χρονική περίοδο. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και οικονομικά πλαίσια.

Η συχνότητα της χρήσης της είναι σχετικά υψηλή τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στα γραπτά κείμενα, κυρίως σε συζητήσεις που αφορούν την αγορά ακινήτων, ενοικιάσεις και συμβάσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη alquiler χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη alquiler προέρχεται από τη λατινική λέξη "acquirere", που σημαίνει "να αποκτώ". Η έννοια αυτή σχετίζεται με την ιδέα της απόκτησης δικαιώματος χρήσης ενός ακινήτου για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - arrendamiento (μίσθωση) - renta (ενοίκιο)

Αντώνυμα: - propiedad (ιδιοκτησία) - compra (αγορά)



22-07-2024