altar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

altar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "altar" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈaltar/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "altar" αναφέρεται σε ένα ειδικό σημείο, συχνά σε εκκλησίες ή ναούς, όπου γίνονται θρησκευτικές τελετές ή θυσίες. Η χρήση της λέξης είναι συχνή σε θρησκευτικά και πολιτιστικά συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο αλλά είναι επίσης συχνά παρούσα σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τη θρησκεία.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El sacerdote se acercó al altar para hacer la misa.
  2. Ο ιερέας πλησίασε τον βωμό για να κάνει τη λειτουργία.

  3. Muchas ofrendas fueron colocadas en el altar.

  4. Πολλές προσφορές τοποθετήθηκαν στον βωμό.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "altar" χρησιμοποιείται και σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Besar el altar
  2. Cuando se va a la iglesia, es una tradición besar el altar.
  3. Όταν πηγαίνουμε στην εκκλησία, είναι παράδοση να φιλάμε τον βωμό.

  4. Hacer un altar

  5. En el Día de Muertos, las familias hacen un altar en honor a sus seres queridos.
  6. Στην Ημέρα των Νεκρών, οι οικογένειες φτιάχνουν έναν βωμό προς τιμήν των αγαπημένων τους.

  7. Altar de la patria

  8. El altar de la patria es un monumento que homenajear a los héroes nacionales.
  9. Ο βωμός της πατρίδας είναι ένα μνημείο που τιμά τους εθνικούς ήρωες.

Ετυμολογία

Η λέξη "altar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "altare," που σημαίνει "τοποθεσία ανύψωσης" ή "χώρος θυσίας."

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024