Η λέξη "altar" είναι ουσιαστικό.
/ˈaltar/
Η λέξη "altar" αναφέρεται σε ένα ειδικό σημείο, συχνά σε εκκλησίες ή ναούς, όπου γίνονται θρησκευτικές τελετές ή θυσίες. Η χρήση της λέξης είναι συχνή σε θρησκευτικά και πολιτιστικά συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο αλλά είναι επίσης συχνά παρούσα σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τη θρησκεία.
Ο ιερέας πλησίασε τον βωμό για να κάνει τη λειτουργία.
Muchas ofrendas fueron colocadas en el altar.
Η λέξη "altar" χρησιμοποιείται και σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Όταν πηγαίνουμε στην εκκλησία, είναι παράδοση να φιλάμε τον βωμό.
Hacer un altar
Στην Ημέρα των Νεκρών, οι οικογένειες φτιάχνουν έναν βωμό προς τιμήν των αγαπημένων τους.
Altar de la patria
Η λέξη "altar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "altare," που σημαίνει "τοποθεσία ανύψωσης" ή "χώρος θυσίας."