Altavoz είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /al.ta.'βοθ/
Altavoz χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει ένα ηχείο ή ένα σύστημα ήχου που αναπαράγει ήχο. Στην γλώσσα των στρατιωτικών, μπορεί να αναφέρεται και σε πιο εξειδικευμένες εφαρμογές, όπως για το ανακοινωθέν ή συστήματα επικοινωνίας.
Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, και ενδέχεται να είναι πιο κοινός στον γραπτό λόγο για τεχνικές περιγραφές.
Las altavoces en la fiesta estaban muy altos.
(Τα ηχεία στο πάρτι ήταν πολύ δυνατά.)
Necesitamos un altavoz para anunciar los resultados.
(Χρειαζόμαστε ένα μεγάφωνο για να ανακοινώσουμε τα αποτελέσματα.)
El altavoz de mi computadora no funciona bien.
(Το ηχείο του υπολογιστή μου δεν λειτουργεί καλά.)
Η λέξη altavoz δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδέεται με φράσεις που αφορούν την επικοινωνία ή την ανακοίνωση.
Ser el altavoz de alguien.
(Να είσαι ο εκπρόσωπος κάποιου.)
Φράση που σημαίνει ότι μιλάς ή εκφράζεις τις απόψεις κάποιου άλλου.
Hacer sonar el altavoz.
(Να βάλεις το ηχείο να παίζει.)
Μπορεί να σημαίνει ότι προβάλλεις ή διαδίδεις κάτι γενικά.
Subir el altavoz.
(Να ανεβάσεις την ένταση του ηχείου.)
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στο μεταφορικό νόημα, για να δείξει ότι κάποιες πληροφορίες ή ειδήσεις γίνονται πιο έντονες ή σημαντικές.
Η λέξη altavoz προέρχεται από τον συνδυασμό του ισπανικού "alto" (υψηλός) και "voz" (φωνή), υπονοώντας την ικανότητα του να δείχνει ή να αναπαράγει ήχο σε υψηλή ένταση.
Συνώνυμα: - Altavoces (πληθυντικός) - Megáfono
Αντώνυμα: - Silencio (σιγή) - Mutismo (σιωπή)