Το "alterado" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): [alteˈɾaðo]
Η λέξη "alterado" προέρχεται από το ρήμα "alterar", που σημαίνει να αλλάξει ή να τροποποιήσει κάτι. Στα Ισπανικά, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μία κατάσταση όπου κάτι έχει υποστεί αλλαγή, είτε αυτή η αλλαγή είναι συναισθηματική (π.χ. να είσαι αναστατωμένος), είτε φυσική (π.χ. μια τροποποίηση σε κάτι). Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, καθώς απαντάται συχνά και στον προφορικό λόγο, καθώς και σε γραπτά κείμενα.
Το παιδί είναι αναστατωμένο από τον θόρυβο.
La situación se volvió alterada después de la discusión.
Η κατάσταση έγινε αναταραχή μετά τη συζήτηση.
Su comportamiento estaba alterado debido a la falta de sueño.
Η λέξη "alterado" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν καταστάσεις ή συναισθήματα. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Να είσαι αναστατωμένος όπως μια ζελέ. (Προτιμάται όταν κάποιος είναι πολύ νευρικός ή ανήσυχος.)
Tener la mente alterada.
Να έχεις το μυαλό σου αναστατωμένο. (Που σημαίνει ότι κάποιος είναι σε σύγχυση ή αναστάτωση.)
Alterado por el estrés.
Αναστατωμένος από το άγχος.
Quedar alterado tras la noticia.
Να μείνεις αναστατωμένος μετά την είδηση.
Estar alterado de la cabeza.
Η λέξη "alterado" προέρχεται από το ρήμα "alterar", που σημαίνει να αλλάξει ή να προσαρμόσει κάτι. Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με τη λατινική λέξη "alterare", που επίσης σημαίνει να αλλάζει.
Συνώνυμα: - Perturbado (ταραγμένος) - Inquieto (ανήσυχος) - Modificado (τροποποιημένος)
Αντώνυμα: - Calmo (ήρεμος) - Tranquilo (ήσυχος) - Estable (σταθερός)