"Altercado" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /al.tɛrˈka.ðo/
Η λέξη "altercado" αναφέρεται σε μια έντονη αντιπαράθεση ή διαμάχη μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων. Στη χρήση της στα Ισπανικά, συχνά σχετίζεται με καβγάδες ή φωνές σε καταστάσεις που προκαλούν συγκρούσεις. Η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό λόγο, ωστόσο μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικό λόγο σε καθημερινές συζητήσεις.
Los vecinos tuvieron un altercado en el centro comercial.
(Οι γείτονες είχαν μια διαμάχη στο εμπορικό κέντρο.)
El altercado entre los dos hombres llamó la atención de la policía.
(Η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο ανδρών τράβηξε την προσοχή της αστυνομίας.)
A menudo, los altercados surgen por malentendidos.
(Συχνά, οι καβγάδες προκύπτουν λόγω παρεξηγήσεων.)
No vale la pena tener un altercado por cosas triviales.
(Δεν αξίζει να έχεις μια διαμάχη για ασήμαντα πράγματα.)
El altercado se resolvió rápidamente entre amigos.
(Η διαμάχη επιλύθηκε γρήγορα μεταξύ φίλων.)
Se evitó un altercado gracias a la intervención de un mediador.
(Αποφεύχθηκε μια αντιπαράθεση χάρη στην παρέμβαση ενός μεσολαβητή.)
El altercado dejó a todos incómodos en la reunión.
(Η αντιπαράθεση άφησε όλους άβολους στη συνάντηση.)
Siempre hay un altercado en las discusiones acaloradas.
(Πάντα υπάρχει μια διαμάχη σε έντονες συζητήσεις.)
Η λέξη "altercado" προέρχεται από το λατινικό "altercatum", το οποίο σημαίνει "διαμάχη" ή "αντιπαράθεση". Το "alter" σημαίνει "άλλος" ή "διαφορετικός", υποδηλώνοντας διαφορετικές απόψεις που οδηγούν σε συναντήσεις.
Συνώνυμα: - Disputa (διαφωνία) - Conflicto (σύγκρουση) - Riña (καβγάς)
Αντώνυμα: - Acuerdo (συμφωνία) - Concordia (συνοχή) - Armonía (αρμονία)