Ρήμα
/alteɾnaðoɾ/
Η λέξη «alternador» αναφέρεται σε ένα μηχάνημα που μετατρέπει μηχανική ενέργεια σε ηλεκτρική μέσω διαδικασίας εναλλασσόμενου ρεύματος. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα των ηλεκτρικών και μηχανολογικών εφαρμογών, ή και στον στρατό για τη διαχείριση ηλεκτρικών συστημάτων. Στα Ισπανικά, η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα που αφορούν τεχνολογία και μηχανική.
Ο εναλλάκτης είναι ένα βασικό μέρος του ηλεκτρικού συστήματος ενός οχήματος.
Los ingenieros revisaron el alternador para asegurarse de que funcionara correctamente.
Οι μηχανικοί εξέτασαν τον εναλλάκτη για να βεβαιωθούν ότι λειτουργεί σωστά.
Un alternador defectuoso puede causar problemas en el suministro eléctrico.
Η λέξη «alternador» δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε τεχνικούς όρους ή φράσεις που αφορούν την ηλεκτρολογία.
Ο εναλλάκτης λειτουργεί σαν μια ηλεκτρική καρδιά που αντλεί ενέργεια.
Si el alternador falla, el motor no tendrá la energía necesaria.
Αν ο εναλλάκτης αποτύχει, ο κινητήρας δεν θα έχει την απαραίτητη ενέργεια.
Un buen alternador es clave para la eficiencia de un coche.
Η λέξη «alternador» προέρχεται από το ισπανικό «alternar», που σημαίνει "να εναλλάσσετε", με την προσθήκη του επίθετου "-dor" που υποδηλώνει το εργαλείο ή τον μηχανισμό που εκτελεί μια συγκεκριμένη ενέργεια.
Συνώνυμα: - generador (γεννήτρια) - alternador de corriente (εναλλάκτης ρεύματος)
Αντώνυμα: - no aplicable (χωρίς άμεσους αντίκτυπους στον σχετικό τομέα)
Αυτή η λέξη είναι βασική στον τομέα της ηλεκτρολογίας και της μηχανολογίας, και είναι απαραίτητη για την κατανόηση εννοιών που σχετίζονται με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.