Το "altillo" είναι ουσιαστικό.
Η διεθνής φωνητική αλφάβητος (IPA) για τη λέξη "altillo" είναι /alˈti.ʝo/.
Η λέξη "altillo" αναφέρεται συνήθως σε ένα πατάρι ή μια σοφίτα, δηλαδή σε ένα μέρος ενός κτιρίου που βρίσκεται πάνω από το κύριο επίπεδο και συχνά χρησιμοποιείται για αποθήκευση ή ως χώρος διαμονής. Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό κείμενο και έχει σχετικά καλή συχνότητα χρήσης και στον προφορικό λόγο, ιδίως σε συζητήσεις που αφορούν κατοικίες ή αρχιτεκτονική.
Το σπίτι έχει ένα πατάρι όπου φυλάμε τα παιχνίδια.
Hicimos una habitación en el altillo para los visitantes.
Η λέξη "altillo" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε κάποιες περιφορές οι οποίες σχετίζονται με κατοικίες ή αποθήκευση.
Να ανέβεις στο πατάρι είναι σαν να πας σε έναν μυστικό τόπο.
El altillo se ha convertido en un despacho muy acogedor.
Το πατάρι έχει μετατραπεί σε ένα πολύ ζεστό γραφείο.
Cada vez que busco algo, termino en el altillo.
Η λέξη "altillo" προέρχεται από το ισπανικό "alto", που σημαίνει "ψηλός" ή "υψηλός", προσδιορίζοντας έτσι έναν χώρο που βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο σε σύγκριση με άλλες γύρω περιοχές.