Η λέξη "altitud" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "altitud" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /al.ti.ˈtud/.
Η λέξη "altitud" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "υψόμετρο" ή "ύψος".
Η λέξη "altitud" αναφέρεται στο ύψος ενός αντικειμένου ή σημείου σε σχέση με την επιφάνεια της θάλασσας ή κάποιο άλλον αναφορά. Συχνά χρησιμοποιείται σε τομείς όπως η γεωγραφία, η αεροναυτική και η ιατρική, ειδικά όταν αναφέρεται στα αποτελέσματα που έχει το ύψος πάνω στον ανθρώπινο οργανισμό. Ως προς τη συχνότητα χρήσης, η λέξη αυτή συναντάται συχνά και στις δύο μορφές λόγου, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιείται πιο συχνά σε επιστημονικά ή γραπτά κείμενα.
La altitud de esta montaña es impresionante.
(Το υψόμετρο αυτού του βουνού είναι εντυπωσιακό.)
Los médicos deben tener en cuenta la altitud al tratar a pacientes.
(Οι γιατροί πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το υψόμετρο κατά τη θεραπεία των ασθενών.)
Η λέξη "altitud" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν μερικές φράσεις που μπορεί να περιλαμβάνει:
"A gran altitud" - Σε μεγάλη υψομετρική εκτίναξη.
(Los aviones vuelan a gran altitud para evitar turbulencias.)
(Τα αεροπλάνα πετούν σε μεγάλη υψομετρική εκτίναξη για να αποφύγουν τις αναταραχές.)
"Bajar de altitud" - Να κατεβείς σε χαμηλότερα ύψη.
(Es peligroso permanecer tanto tiempo a alta altitud sin aclimatarse.)
(Είναι επικίνδυνο να μένεις τόσο καιρό σε υψηλά υψόμετρα χωρίς προσαρμογή.)
"Altitud de libertad" - Υψόμετρο ελευθερίας.
(En la altitud de libertad encontramos nuestra paz interior.)
(Στην υψομετρική ελευθερίας βρίσκουμε την εσωτερική μας γαλήνη.)
Η λέξη "altitud" προέρχεται από το λατινικό "altitudo", που σημαίνει "ύψος".
Συνώνυμα: - "altura" (ύψος) - "elevación" (υψίστηση)
Αντώνυμα: - "profundidad" (βάθος) - "bajo" (χαμηλός)