Η λέξη "altivo" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "altivo" είναι /alˈti.βo/ σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA).
Η λέξη "altivo" χρησιμοποιείται ως επίθετο για να περιγράψει κάποιον που έχει μια υπερήφανη ή αλαζονική στάση. Ο όρος μπορεί να αναφέρεται σε άτομα που επιδεικνύουν αυτοπεποίθηση αλλά και μια τάση να θεωρούν ότι είναι ανώτεροι από τους άλλους. Όσον αφορά τη συχνότητα χρήσης, το "altivo" χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται περισσότερες φορές σε λογοτεχνικά κείμενα ή σε περιβάλλοντα που απαιτούν πιο επίσημο τόνο.
Αυτός πάντα συμπεριφέρεται με αλαζονικό τρόπο όταν είναι με τους φίλους του.
Su actitud altiva no le ganó muchos amigos en la oficina.
Η αλαζονική του στάση δεν του έφερε πολλούς φίλους στο γραφείο.
A pesar de su éxito, nunca ha sido altivo con los demás.
Η λέξη "altivo" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Μετάφραση: Να έχεις αλαζονικό ύφος.
Actuar de forma altiva aunque se note la inseguridad.
Μετάφραση: Να συμπεριφέρεσαι αλαζονικά ακόμη και αν φαίνεται η ανασφάλεια.
No dejes que tu altivez te aleje de tus amigos.
Μετάφραση: Μην αφήσεις την αλαζονία σου να σε απομακρύνει από τους φίλους σου.
Su altivez lo llevó a perder grandes oportunidades.
Μετάφραση: Η αλαζονία του τον οδήγησε να χάσει μεγάλες ευκαιρίες.
El altivo orgullo a menudo ciega a las personas.
Η λέξη "altivo" προέρχεται από το Λατινικό "altivus", το οποίο σημαίνει "υψηλός", και σχετίζεται με την έννοια του φανατισμού και της υπεροχής.
Συνώνυμα: - Υπερήφανος - Αλαζονικός - Περήφανος
Αντώνυμα: - Ταπεινός - Μετριόφρων - Απλός