alto - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

alto (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μετοχή

Φωνητική μεταγραφή στα Ισπανικά χρησιμοποιώντας το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο: /ˈalto/

Σημασίες: 1. επίθετο: ψηλός 2. ουσιαστικό: ο ψηλός (αναφέρεται σε άτομο) 3. επίρρημα: ψηλά

Συχνότητα Χρήσης: Το "alto" είναι μία λέξη που χρησιμοποιείται συχνά τόσο στη γραπτή όσο και στην προφορική ισπανική γλώσσα.

Καταληκτικές Μορφές

Παραδείγματα: 1. Se siente muy alto con esos tacones. (Νιώθει πολύ ψηλή με εκείνα τα τακούνια.) 2. El alto de la montaña ofrece una vista impresionante. (Το ύψωμα του βουνού προσφέρει μία εντυπωσιακή θέα.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "alto" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:

  1. dar el alto (a alguien): αναγνωρίζω κάποιον, συνήθως φωνάζοντάς του να σταματήσει
  2. dejar algo en alto: να αφήνω κάτι να φαίνεται όσο το δυνατόν καλύτερο
  3. ponerse en alto: να αναβαθμίζω την κατάστασή μου ή τη θέση μου

Παραδείγματα με ιδιωματικές εκφράσεις: 1. Cuando le dieron el alto, el conductor se detuvo inmediatamente. (Όταν τον αναγνώρισαν, ο οδηγός σταμάτησε αμέσως.) 2. Dejó el trabajo en alto antes de mudarse a otro país. (Αφού ανέβασε την εργασία του τόσο όσο μπορούσε, μετακόμισε σε άλλη χώρα.) 3. Si te pones en alto y exiges reconocimiento, lo más probable es que lo obtengas. (Αν αναβαθμίσεις τον εαυτό σου και απαιτήσεις αναγνώριση, πιθανότατα θα την πάρεις.)

Ετυμολογία

Η λέξη "alto" προέρχεται από τα Ισπανικά.

Συνώνυμα και Αντίθετα

Συνώνυμα

  1. elevado
  2. alto
  3. encumbrado

Αντίθετα

  1. bajo
  2. pequeño
  3. corto