Η λέξη "altruista" είναι επίθετο και επίσης χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [alu̞ˈtɾwista]
Η λέξη "altruista" αναφέρεται σε κάποιον που δείχνει ανιδιοτελή ενδιαφέροντα και φροντίδα για τους άλλους, συχνά εις βάρος των δικών του συμφερόντων. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των κοινωνικών επιστημών, ψυχολογίας και ανθρωπιστικών σπουδών. Υπάρχει μια αυξανόμενη συχνότητα χρήσης στο γραπτό πλαίσιο, αν και η χρήση της είναι συχνή και στις καθημερινές προφορικές συζητήσεις.
"Ella siempre actúa como una altruista en su comunidad."
"Αυτή πάντα ενεργεί ως αλτρουίστρια στην κοινότητά της."
"El altruista ayuda a los necesitados sin esperar nada a cambio."
"Ο αλτρουιστής βοηθά τους ανυπότακτους χωρίς να περιμένει τίποτα σε αντάλλαγμα."
"Su comportamiento altruista inspiró a muchos a hacer lo mismo."
"Η αλτρουιστική του συμπεριφορά ενέπνευσε πολλούς να κάνουν το ίδιο."
Η λέξη "altruista" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ιδιωματικές εκφράσεις που υπογραμμίζουν την ανιδιοτελή φύση των πράξεων.
"Hacer una acción altruista puede cambiar la vida de alguien."
"Μια ανιδιοτελής πράξη μπορεί να αλλάξει τη ζωή κάποιου."
"En tiempos difíciles, llegan los altruistas."
"Σε δύσκολες εποχές, έρχονται οι αλτρουιστές."
"La sociedad necesita más altruistas que busquen el bien común."
"Η κοινωνία χρειάζεται περισσότερους αλτρουιστές που να αναζητούν το κοινό καλό."
"El altruismo puede ser contagioso en una comunidad."
"Η ανιδιοτέλεια μπορεί να είναι μεταδοτική σε μια κοινότητα."
"Actuar de manera altruista nos enriquece como personas."
"Η ανιδιοτελής δράση μας εμπλουτίζει ως ανθρώπους."
Η λέξη "altruista" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "altruisme", που εισήχθη στο λεξιλόγιο από τον φιλόσοφο Auguste Comte, ο οποίος χρησιμοποίησε την έννοια για να περιγράψει την ηθική επιταγή να φροντίζουμε τους άλλους.
Συνώνυμα: - Generoso (γενναιόδωρος) - Desinteresado (ανιδιοτελής)
Αντώνυμα: - Egoísta (εγωιστής) - Interesado (με συμφέρον)