alucinado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

alucinado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "alucinado" είναι ένα επίθετο στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή (Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο): [aluθiˈnaðo]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "alucinado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι σε κατάσταση έκπληξης ή θαυμάσματος. Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε κάποιον που είναι σε κατάσταση ονειροπόλησης ή αποπροσανατολισμένος λόγω μιας έντονης εμπειρίας. Στη γλώσσα των Ισπανών, είναι συχνά χρησιμοποιούμενη και μπορεί να βρεθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Él estaba alucinado por la belleza del paisaje.
  2. Αυτός ήταν έκπληκτος από την ομορφιά του τοπίου.

  3. Me quedé alucinado al ver la actuación de la bailarina.

  4. Έμεινα καταπληκτικός βλέποντας την παράσταση της χορεύτριας.

  5. Estaba alucinado después de la noticia.

  6. Ήταν σε κατάσταση έκπληξης μετά από τα νέα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "alucinado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:

  1. Estar alucinado en colores.
  2. Να είσαι σε κατάσταση μεγάλης έκπληξης ή να μην μπορείς να πιστέψεις κάτι.
  3. Μετάφραση: Να είσαι έκπληκτος ενώ βλέπεις χρώματα.

  4. Quedarse alucinado con algo.

  5. Να μείνεις έκπληκτος από κάτι.
  6. Μετάφραση: Να μείνεις καταπληκτικός με κάτι.

  7. No me puedo creer lo que dijo, estoy alucinado.

  8. Δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που είπε, είμαι σε κατάσταση έκπληξης.
  9. Μετάφραση: Δεν μπορώ να πιστέψω τι είπε, είμαι έκπληκτος.

  10. Sus historias me dejan alucinado.

  11. Οι ιστορίες του/της με αφήνουν σε κατάσταση έκπληξης.
  12. Μετάφραση: Οι ιστορίες του με κάνουν έκπληκτο.

  13. El espectáculo fue tan impresionante que todos estaban alucinados.

  14. Η παράσταση ήταν τόσο εντυπωσιακή που όλοι ήταν σε κατάσταση έκπληξης.
  15. Μετάφραση: Η παράσταση ήταν τόσο εντυπωσιακή που όλοι ήταν έκπληκτοι.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "alucinado" προέρχεται από το ρήμα "alucinar", το οποίο σημαίνει "να προκαλείς έκπληξη ή φαντασία". Το "alucinar" έχει τις ρίζες του στη λατινική γλώσσα, όπου "alucina" σημαίνει "να διαταράσσεις το μυαλό ή τις αισθήσεις".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - asombrado (καταπληκτικός) - sorprendido (έκπληκτος) - deslumbrado (θωπευτός)

Αντώνυμα: - indiferente (αδιάφορος) - aburrido (βαρετός) - tradicional (παραδοσιακός)

Με αυτές τις πληροφορίες, μπορείτε να κατανοήσετε πώς χρησιμοποιείται η λέξη "alucinado" στην ισπανική γλώσσα και τη σημασία της σε διάφορες περιστάσεις.



23-07-2024