Το "alucinado" είναι ένα επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή (Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο): [aluθiˈnaðo]
Η λέξη "alucinado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι σε κατάσταση έκπληξης ή θαυμάσματος. Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε κάποιον που είναι σε κατάσταση ονειροπόλησης ή αποπροσανατολισμένος λόγω μιας έντονης εμπειρίας. Στη γλώσσα των Ισπανών, είναι συχνά χρησιμοποιούμενη και μπορεί να βρεθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Αυτός ήταν έκπληκτος από την ομορφιά του τοπίου.
Me quedé alucinado al ver la actuación de la bailarina.
Έμεινα καταπληκτικός βλέποντας την παράσταση της χορεύτριας.
Estaba alucinado después de la noticia.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "alucinado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Μετάφραση: Να είσαι έκπληκτος ενώ βλέπεις χρώματα.
Quedarse alucinado con algo.
Μετάφραση: Να μείνεις καταπληκτικός με κάτι.
No me puedo creer lo que dijo, estoy alucinado.
Μετάφραση: Δεν μπορώ να πιστέψω τι είπε, είμαι έκπληκτος.
Sus historias me dejan alucinado.
Μετάφραση: Οι ιστορίες του με κάνουν έκπληκτο.
El espectáculo fue tan impresionante que todos estaban alucinados.
Η λέξη "alucinado" προέρχεται από το ρήμα "alucinar", το οποίο σημαίνει "να προκαλείς έκπληξη ή φαντασία". Το "alucinar" έχει τις ρίζες του στη λατινική γλώσσα, όπου "alucina" σημαίνει "να διαταράσσεις το μυαλό ή τις αισθήσεις".
Συνώνυμα: - asombrado (καταπληκτικός) - sorprendido (έκπληκτος) - deslumbrado (θωπευτός)
Αντώνυμα: - indiferente (αδιάφορος) - aburrido (βαρετός) - tradicional (παραδοσιακός)
Με αυτές τις πληροφορίες, μπορείτε να κατανοήσετε πώς χρησιμοποιείται η λέξη "alucinado" στην ισπανική γλώσσα και τη σημασία της σε διάφορες περιστάσεις.