Το "alucinar" είναι ρήμα.
/aluˈθinaɾ/
Η λέξη "alucinar" σημαίνει να προκαλείς μια έντονη και συχνά φανταστική εμπειρία, όπως το να έχεις ψευδαισθήσεις ή να εντυπωσιάζεσαι σε μεγάλο βαθμό. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα ισπανικά για να περιγράψει την αίσθηση του να είσαι καταπληκτικά ενθουσιασμένος ή έκπληκτος. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και συναντάται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε γραπτό πλαίσιο.
Μου αλυσσάρετε πώς τραγουδά αυτή η γυναίκα.
Alucinar es una reacción natural ante lo inesperado.
Η λέξη "alucinar" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
(Να είσαι καταπληκτικά εντυπωσιασμένος.)
Me alucina el talento de ese artista.
Με εντυπωσιάζει το ταλέντο αυτού του καλλιτέχνη.
Alucino con lo que veo.
Αλυσσάρω με αυτό που βλέπω.
No puedo creer lo que me estás diciendo; estoy alucinado.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "alucinari", που σημαίνει "να περιπλανιέμαι σε οράματα ή φαντασιώσεις".
Συνώνυμα: - Fascinar (να γοητεύεις) - Sorprender (να εκπλήσσεις)
Αντώνυμα: - Aburrir (να βαριέσαι) - Desilusionar (να απογοητεύεις)