Το "alud" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [aˈlud]
Η λέξη "alud" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ξαφνική και γιγαντιαία κίνηση χιονιού, ή άλλου είδους έδαφος, που ανεβαίνει και καταστρέφει ότι βρίσκεται στο δρόμο της. Είναι πιο κοινή στον γραπτό λόγο, ειδικά σε επιστημονικά και γεωγραφικά κείμενα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο, ειδικά όταν αναφερόμαστε σε φυσικά φαινόμενα.
El alud en la montaña causó mucho daño.
(Η χιονοστιβάδα στο βουνό προκάλεσε πολλές ζημιές.)
Después del alud, los equipos de rescate trabajaron day y noche.
(Μετά την κατολίσθηση, οι ομάδες διάσωσης εργάστηκαν μέρα και νύχτα.)
Η λέξη "alud" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, δεν είναι πολύ συχνές. Ακολουθούν ορισμένες προτάσεις που δείχνουν τη χρήση της "alud" σε διάφορες εκφράσεις:
Recibió un alud de críticas tras su actuación.
(Έλαβε μια χιονοστιβάδα κριτικών μετά την εμφάνισή του.)
A veces, un alud de emociones puede ser abrumador.
(Μερικές φορές, μια χιονοστιβάδα συναισθημάτων μπορεί να είναι συντριπτική.)
El alud de información sobre el tema es abrumador.
(Η χιονοστιβάδα πληροφοριών για το θέμα είναι κατακλυσμιαία.)
Η λέξη "alud" προέρχεται από το λατινικό "avulsum", το οποίο σημαίνει "καταστροφή" ή "απομάκρυνση". Αυτή η προέλευση αναφέρεται στη βίαια κίνηση υλικών ή χιονιού.