Το "aludir" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /aluˈðiɾ/.
Η λέξη "aludir" στα Ισπανικά σημαίνει να κάνεις υπαινιγμό ή να αναφέρεσαι έμμεσα σε κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει ότι κάποιος αναφέρεται σε ένα θέμα χωρίς να το λέει ευθέως. Είναι πιο συνηθισμένο στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε προφορικές συζητήσεις.
El profesor aludió a la importancia de la ética en la educación.
(Ο καθηγητής αναφέρθηκε στην σημασία της ηθικής στην εκπαίδευση.)
En su discurso, aludió a los problemas actuales del medio ambiente.
(Στο λόγο του, αναφέρθηκε στα τρέχοντα προβλήματα του περιβάλλοντος.)
María aludió a su experiencia previa en la empresa durante la entrevista.
(Η Μαρία αναφέρθηκε στην προηγούμενη εμπειρία της στην εταιρεία κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.)
Η λέξη "aludir" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα.
No hay que aludir a esos temas en la reunión.
(Δεν πρέπει να αναφερθούμε σε αυτά τα θέματα στη συνάντηση.)
Aunque no lo mencionó directamente, aludió a sus problemas personales.
(Αν και δεν τον ανέφερε άμεσα, αναφέρθηκε στα προσωπικά του προβλήματα.)
Su comentario aludía a un evento reciente en la ciudad.
(Το σχόλιό του αναφερόταν σε ένα πρόσφατο γεγονός στην πόλη.)
En el artículo, se alude a la historia de la cultura local.
(Στο άρθρο, γίνεται αναφορά στην ιστορία της τοπικής κουλτούρας.)
Η λέξη "aludir" προέρχεται από το λατινικό "alludere", που σημαίνει "να παίζω γύρω από" ή "να αναφέρω έμμεσα".
Συνώνυμα: - Referirse - Mencionar - Evocar
Αντώνυμα: - Ignorar - Omitir - Desestimar