Η λέξη "alumbrado" αναφέρεται στον φωτισμό ή την κατάσταση του να είναι φωτισμένο κάτι. Χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως η περιγραφή της κατάστασης φωτισμού ενός χώρου ή ενός αντικειμένου. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και σε πιο ποιητικά τμήματα της γλώσσας, όταν αναφερόμαστε σε κάτι που είναι φωτεινό ή λαμπερό. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, κυρίως στον γραπτό λόγο.
Πρόταση 1: El alumbrado de la ciudad es impresionante durante las festividades.
Μετάφραση: Ο φωτισμός της πόλης είναι εντυπωσιακός κατά τη διάρκεια των εορτών.
Πρόταση 2: El alumbrado público necesita algunas reparaciones.
Μετάφραση: Ο δημόσιος φωτισμός χρειάζεται κάποιες επισκευές.
Η λέξη "alumbrado" δεν έχει πολλές κοινές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες φράσεις που τονίζουν τον φωτισμό ή την έμπνευση:
Πρόταση 1: Hay que alumbrar el camino en tiempos oscuros.
Μετάφραση: Πρέπει να φωτίσουμε τον δρόμο σε σκοτεινές εποχές.
Πρόταση 2: Su sonrisa era el alumbrado de la habitación.
Μετάφραση: Το χαμόγελό της ήταν ο φωτισμός του δωματίου.
Πρόταση 3: La idea parece alumbrada por la sabiduría.
Μετάφραση: Η ιδέα φαίνεται να φωτίζεται από τη σοφία.
Η λέξη "alumbrado" προέρχεται από το ρήμα "alumbrar", που σημαίνει "να φωτίζω" ή "να κάνω να φαίνεται". Η προέλευση της λέξης σχετίζεται με τη λατινική λέξη "illuminare", η οποία έχει παρόμοια σημασία.
Luz (Φως)
Αντώνυμα: