Το "aluminio" είναι ουσιαστικό.
/a.luˈmi.njo/
Το "aluminio" αναφέρεται σε ένα χημικό στοιχείο, το αλουμίνιο, το οποίο είναι ένα ελαφρύ, μεταλλικό στοιχείο με λαμπερή υφή. Χρησιμοποιείται ευρέως στις βιομηχανίες, κατασκευές και για την παραγωγή αλουμινίου αλουμινίου. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, και είναι ιδιαίτερα συχνή σε τεχνικά και βιομηχανικά συμφραζόμενα.
El aluminio es un material muy ligero.
(Το αλουμίνιο είναι ένα πολύ ελαφρύ υλικό.)
Se utiliza aluminio para hacer latas de bebida.
(Χρησιμοποιείται αλουμίνιο για να φτιάχνουν κονσέρβες ποτών.)
El aluminio es resistente a la corrosión.
(Το αλουμίνιο είναι ανθεκτικό στη διάβρωση.)
Το "aluminio" δεν είναι κοινός όρος για ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρεθεί σε φράσεις που σχετίζονται με την τεχνολογία και τη βιομηχανία. Ακολουθούν ορισμένες φράσεις που συνδέονται με αυτόν τον όρο:
Estar como el aluminio.
(Να είσαι όπως το αλουμίνιο.) – Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ ανθεκτικός ή ελαφρύς σε θετική έννοια.
El futuro es de aluminio.
(Το μέλλον είναι αλουμίνιο.) – Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την εξέλιξη και τη χρήση νέων, ανανεώσιμων υλικών.
Trabajar con aluminio.
(Να δουλεύεις με αλουμίνιο.) – Αναφέρεται σε επαγγελματική ή βιομηχανική εργασία που περιλαμβάνει αυτό το υλικό.
Η λέξη "aluminio" προέρχεται από το λατινικό "alūminium", που σημαίνει "αφρώδες" ή "άχρωμο". Η προέλευσή της σχετίζεται με την κατασκευή των αλουμινίων αλάτων στην αρχαιότητα.
Με αυτήν την ανάλυση, μπορεί κανείς να αποκτήσει μια πλήρη εικόνα της λέξης "aluminio" στα Ισπανικά.