Η λέξη "alumno" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /aˈlumno/
Η λέξη "alumno" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε ένα άτομο που είναι μαθητής ή σπουδαστής σε ένα σχολείο ή εκπαιδευτικό ίδρυμα. Χρησιμοποιείται σε γενικό πλαίσιο για να περιγράψει κάποιον που παρακολουθεί μαθήματα ή σπουδές. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή, και χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό πλαίσιο.
Ο μαθητής διαβάζει κάθε μέρα για τις εξετάσεις του.
La profesora felicitó al alumno por su excelente trabajo.
Η δασκάλα συνεχάρη τον μαθητή για την εξαιρετική εργασία του.
El alumno participa activamente en clase.
Η λέξη "alumno" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Φαίνεται ότι είναι προικισμένος μαθητής, πάντα παίρνει τις καλύτερες βαθμολογίες.
"Alumno aplicado”
Ο εργατικός μαθητής πάντα τελειώνει τις εργασίες του εγκαίρως.
"Alumnos y profesores en armonía”
Η λέξη "alumno" προέρχεται από το λατινικό "alumnus", που σημαίνει "που τρέφεται" ή "που ανατρέφεται", σχετιζόμενο με την ιδέα της εκπαίδευσης και της ανάπτυξης.
Συνώνυμα: - estudiante (φοιτητής/μαθητής) - aprendiz (μαθητευόμενος)
Αντώνυμα: - profesor (καθηγητής) - egresado (απόφοιτος)