Alveolar είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /alˈβe.o.lar/
Η λέξη "alveolar" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με τα αλβεόλια, παράγοντες ή δομές που βρίσκονται στα στόμια ή στα τμήματα του στόματος και της αναπνευστικής οδού. Στον τομέα της γλωσσολογίας, περιγράφει ήχους που παράγονται με επαφή ή κοντινότητα μεταξύ της γλώσσας και των αλβεολικών φυκιών. Στον τομέα της αρχιτεκτονικής, η λέξη συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει σχεδιαστικές λεπτομέρειες που σχετίζονται με αλβιόλους ή περιοχές που ενσωματώνουν κυκλικές ή καμπυλωτές μορφές. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως στους ακαδημαϊκούς κύκλους.
Οι αλβεολικές συμφωνίες είναι πολύ κοινές στα ισπανικά.
El techo alveolar de la catedral es impresionante.
Ο αλβεολικός θόλος της καθεδρικής είναι εντυπωσιακός.
Los médicos estudiaron la función de los alvéolos en los pulmones.
Η λέξη "alveolar" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να δημιουργήσουμε προτάσεις που θα δείξουν τη χρήση της:
Η αλβεολική προφορά είναι θεμελιώδης για τη σαφήνεια της ομιλίας.
Un diseño alveolar en la arquitectura maximiza la acústica del espacio.
Ένας αλβεολικός σχεδιασμός στην αρχιτεκτονική μεγιστοποιεί την ακουστική του χώρου.
Al estudiar el español, es importante comprender los sonidos alveolares.
Η λέξη "alveolar" προέρχεται από το λατινικό "alveolus", που σημαίνει "μικρή κοιλότητα" ή "φούσκα", συνδεδεμένο με το ελληνικό πρόθεμα "αύλας" που σημαίνει "κενό".