Η λέξη "alza" είναι ουσιαστικό.
/ˈalθa/ ή /ˈalza/ (αναλόγως της διαλέκτου)
Η λέξη "alza" αναφέρεται σε μια αύξηση ή ανύψωση σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως η οικονομία, η προσφορά και η ζήτηση. Στον τομέα των οικονομικών, μπορεί να υποδηλώνει μια αύξηση των τιμών ή των μισθών. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικές αναλύσεις και λεπτομερείς περιγραφές αγορών.
Η λέξη "alza" χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε άρθρα, αναφορές και οικονομικές λεπτομέρειες. Είναι λιγότερο συχνή στον προφορικό λόγο.
Η αύξηση των τιμών έχει επηρεάσει πολλές οικογένειες.
La alza del salario mínimo es necesaria para mejorar la calidad de vida.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι απαραίτητη για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής.
La alza en la demanda de productos tecnológicos ha sido sorprendente este año.
Η λέξη "alza" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως στον οικονομικό τομέα:
Η συνεχής αύξηση των τιμών αφήνει χωρίς επιλογές τους καταναλωτές.
La alza abrupta en las tasas de interés preocupa a los inversores.
Η ακόμα και απότομη αύξηση στα επιτόκια προκαλεί ανησυχία στους επενδυτές.
Con cada alza en el mercado, hay más oportunidades para los emprendedores.
Με κάθε αύξηση στην αγορά, υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες για τους επιχειρηματίες.
La reciente alza en el costo de vida es un reto para todos.
Η πρόσφατη αύξηση στο κόστος ζωής είναι πρόκληση για όλους.
La alza en el consumo de energía es insostenible.
Η λέξη "alza" προέρχεται από το ρήμα "alzar", που σημαίνει "να ανυψώσω" ή "να αυξήσω". Η ρίζα της ανεύρεσης της σημασίας σχετίζεται με την διαδικασία ανύψωσης ή αύξησης.
Με αυτήν την πληροφορία μπορείτε να κατανοήσετε περισσότερο τη λέξη "alza" και τη χρήση της στον ισπανικό γλώσσα.