Η λέξη "alzada" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "alzada" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /alˈθa.ða/ (στην ισπανική προφορά της Εσπανίας) ή /alˈsada/ (στην ισπανική προφορά της Λατινικής Αμερικής).
Η μετάφραση της λέξης "alzada" στα Ελληνικά μπορεί να είναι "ύψος", "ανύψωση", "ανύψωσις" ή "αναβάθμιση", ανάλογα με το πλαίσιο.
Η λέξη "alzada" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά σε διάφορα συμφραζόμενα.
Η "alzada" χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να σωθεί και σε νομικά έγγραφα ή διοικητικά κείμενα.
La alzada del edificio es impresionante.
(Η ύψωση του κτηρίου είναι εντυπωσιακή.)
Se decidió aumentar la alzada de las sanciones.
(Αποφάσισαν να αυξήσουν τις ποινές.)
Η λέξη "alzada" χρησιμοποιείται κι σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
A la alzada — για μια απόφαση που έχει ληφθεί με βάση το ύψος ή τον βαθμό (π.χ., "El caso se decidió a la alzada." — "Η υπόθεση αποφασίστηκε με βάση το ύψος.")
Alzada por la justicia — όταν κάποιος ή κάτι ανυψώνεται για δικαιοσύνη (π.χ., "Luchamos por la alzada por la justicia." — "Πολεμούμε για την ανύψωση της δικαιοσύνης.")
Alzada de la voz — για να περιγράψει μια ενίσχυση στην ομιλία ή τη φωνή (π.χ., "Él siempre eleva la alzada de la voz en discusiones." — "Αυτός πάντα ενισχύει την φωνή του στις συζητήσεις.")
La alzada de los ánimos — για την ένταση ή την αύξηση των συναισθημάτων (π.χ., "La alzada de los ánimos llevó a una discusión acalorada." — "Η αύξηση των συναισθημάτων οδήγησε σε μια έντονη συζήτηση.")
Η λέξη "alzada" προέρχεται από το ρήμα "alzar", το οποίο σημαίνει "να ανυψώνω" ή "να υψώνω". Συνδέεται με την ιδέα της ανύψωσης ή της αύξησης σε κάποιον τομέα.
Συνώνυμα: - altura (ύψος) - elevación (ανύψωση)
Αντώνυμα: - bajada (κατηφορική κίνηση, μείωση) - descenso (κάθοδος, πτώση)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "alzada" στο ισπανικό γλωσσικό και πολιτιστικό πλαίσιο.