Το "alzamiento" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή του "alzamiento" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /alθaˈmjento/
Η λέξη "alzamiento" προέρχεται από το ρήμα "alzarse", το οποίο σημαίνει "να υψωθεί" ή "να εγερθεί". Χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί σε μια εξέγερση ή ανυπακοή, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε πιο γενικούς όρους όπως η ανύψωση (π.χ. σωματική ή πνευματική). Η συχνότητά της είναι σχετικά υψηλή, και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο αλλά και στον προφορικό λόγο σε πολιτικά ή κοινωνικά θέματα.
El alzamiento de las fuerzas rebeldes fue inesperado.
(Η εξέγερση των επαναστατικών δυνάμεων ήταν αναπάντεχη.)
El alzamiento de la bandera simboliza la unidad nacional.
(Η ανύψωση της σημαίας συμβολίζει την εθνική ενότητα.)
El alzamiento popular contra la injusticia fue exitoso.
(Η λαϊκή εξέγερση κατά της αδικίας ήταν επιτυχής.)
Η λέξη "alzamiento" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
La victoria del equipo causó un alzamiento de ánimos entre los aficionados.
(Η νίκη της ομάδας προκάλεσε αύξηση του ενθουσιασμού στους φιλάθλους.)
Alzamiento de una voz
Durante la reunión, hubo un alzamiento de voz en contra de las decisiones tomadas.
(Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, υπήρξε φωνή αντίθεσης κατά των ληφθέντων αποφάσεων.)
Alzamiento social
Η λέξη "alzamiento" προέρχεται από το ρήμα "alzarse" που σημαίνει "να υψωθεί" και έρχεται από το Λατινικό "alsare".
Συνώνυμα: - revolución (επανάσταση) - insurrección (αντίσταση)
Αντώνυμα: - sumisión (υποταγή) - rendición (παραίτηση)
Η λέξη "alzamiento" είναι αρκετά σημαντική στη ισπανική γλώσσα και πολιτισμό, καθώς συχνά συνδέεται με καταστάσεις που περιλαμβάνουν την αμφισβήτηση της εξουσίας ή την κοινωνική αλλαγή.