Το "alzar" είναι ρήμα.
/aɾˈθaɾ/
Το ρήμα "alzar" στα Ισπανικά σημαίνει να υψώσω ή να ανυψώσω κάτι. Χρησιμοποιείται σε διάφορες καταστάσεις, όπως όταν αναφερόμαστε σε αντικείμενα που μεταφέρονται σε υψηλότερα επίπεδα, όπως είναι οι άνθρωποι ή τα πράγματα. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συνηθισμένο στον προφορικό λόγο, λόγω της γενικής του χρήσης σε συζητήσεις και καθημερινές καταστάσεις.
Το παιδί υψώνει το χέρι για να απαντήσει.
Vamos a alzar el telón para que comience la obra.
Θα υψώσουμε την κουρτίνα για να ξεκινήσει η παράσταση.
Es importante alzar la voz cuando hay una injusticia.
Στα Ισπανικά, το "alzar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Είναι ώρα να υψώσουμε τη φωνή μας και να υπερασπιστούμε τα δικαιώματά μας.
Alzar el vuelo.
Η νέα αερογραμμή θα απογειωθεί τον επόμενο μήνα.
Alzar un monumento.
Το "alzar" προέρχεται από την αραβική λέξη "الرفع" (al-raf') που σημαίνει "ανυψώνω", μέσω του λατινικού "alta" που σημαίνει "υψηλός". Υπάρχουν πολλές παραλλαγές του ρήματος σε διάφορες ρομανικές γλώσσες.
Συνώνυμα: - elevar (υψώνω) - levantar (σηκώνω)
Αντώνυμα: - bajar (κατεβάζω) - descender (καταβαίνω)