Η φράση "ama de casa" είναι ουσιαστικό.
/ˈama ðe ˈkasa/
Η φράση "ama de casa" αναφέρεται συνήθως σε γυναίκες που αναλαμβάνουν τη φροντίδα του σπιτικού και των οικογενειακών υποχρεώσεων, συχνά χωρίς να εργάζονται σε εξωτερικό περιβάλλον. Στην ισπανική γλώσσα, αυτή η φράση χρησιμοποιείται ευρέως και είναι αρκετά συνηθισμένη, ιδιαίτερα σε οικογενειακά ή κοινωνικά πλαίσια. Οι άνθρωποι μπορεί να αναφέρονται σε άλλες ή σε αυτολογοκρισόμενες ορολογίες, ανάλογα με την κουλτούρα ή τις συνθήκες.
Ella es una ama de casa dedicada.
(Είναι μια αφιερωμένη νοικοκυρά.)
Las amas de casa suelen tener muchas responsabilidades.
(Οι νοικοκυρές συνήθως έχουν πολλές ευθύνες.)
Ser ama de casa es un trabajo muy exigente.
(Το να είσαι νοικοκυρά είναι μια πολύ απαιτητική εργασία.)
Η φράση "ama de casa" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και πιο συχνές αναφορές:
"Ama de casa a tiempo completo."
(Νοικοκυρά πλήρους απασχόλησης.)
"Las amas de casa son el corazón del hogar."
(Οι νοικοκυρές είναι η καρδιά του σπιτιού.)
"Ser ama de casa no es solo cuidar el hogar, sino también gestionar el tiempo."
(Το να είσαι νοικοκυρά δεν είναι μόνο να φροντίζεις το σπίτι, αλλά και να διαχειρίζεσαι τον χρόνο.)
"A veces, las amas de casa tienen que ser también expertas en finanzas."
(Κάποιες φορές, οι νοικοκυρές πρέπει επίσης να είναι ειδικές χρηματοοικονομολόγοι.)
Η φράση "ama de casa" προέρχεται από τα ισπανικά, όπου "ama" σημαίνει "κυρία" ή "αφεντικίνα" και "casa" σημαίνει "σπίτι". Η λέξη "ama" είναι μια λατινική λέξη που προέρχεται από την "amatorem", που σημαίνει "αυτός που αγαπά".
Συνώνυμα: - mujer de hogar (γυναίκα του σπιτιού) - doméstica (οικιακή)
Αντώνυμα: - trabajadora (εργαζόμενη) - profesional (επαγγελματίας)
Αυτή είναι μια λεπτομερής ανάλυση της φράσης "ama de casa", αποδίδοντας πλήρως τη σημασία και τη χρήση της στη γλώσσα ισπανικά.