Η λέξη "amador" είναι ουσιαστικό.
/amaˈðoɾ/
Η λέξη "amador" σημαίνει κυρίως κάποιον που αγαπά ή έχει πάθος για κάτι. Χρησιμοποείται συχνά για να αναφερθεί σε έναν εραστή ή κάποιον που είναι αφοσιωμένος σε μια δραστηριότητα ή ιδέα. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση στον προφορικό λόγω της καθημερινής αναφοράς σε ερωτικά ή ρομαντικά θέματα.
(Αυτός είναι ένας εραστής της ποίησης.)
Ella siempre ha sido amadora de la música clásica.
(Αυτή πάντα ήταν φιλόδοξη με την κλασική μουσική.)
Los amadores de la aventura son los más valientes.
Η λέξη "amador" συνδέεται με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
(Φιλόδοξος της φύσης.)
Amador de los libros.
(Εραστής των βιβλίων.)
Ser un amador de la vida.
(Να είσαι εραστής της ζωής.)
Amador a primera vista.
(Εραστής με την πρώτη ματιά.)
Amador del arte.
Η λέξη "amador" προέρχεται από το ρήμα "amar," που σημαίνει "να αγαπάς," και συνδυάζει τη ρίζα του με το -dor, που σχηματίζει ουσιαστικά και δηλώνει κάποιον που κάνει τη δράση που αναφέρεται στο ρήμα.
Συνώνυμα:
- amante (εραστής)
- aficionado (φίλος ή λάτρης)
Αντώνυμα:
- enemigo (εχθρός)
- desamor (απάτη)
Αυτή είναι μια περιεκτική ανάλυση της λέξης "amador" και η χρήση της στην ισπανική γλώσσα, με παραδείγματα και ερμηνείες.