Το "amainar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [amaɪ̯ˈnaɾ]
Η λέξη "amainar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει τη διαδικασία μείωσης ή μετριασμού κάποιου πράγματος, όπως η ένταση ενός ήχου, η πίεση ή το αίσθημα ενός συναισθήματος. Συχνά χρησιμοποιείται στην καθημερινή ομιλία και στο γραπτό λόγο, αν και η χρήση της μπορεί να είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο.
La tormenta comenzó a amainar, lo que nos permitió salir de la casa.
(Η καταιγίδα άρχισε να αμβλύνει, επιτρέποντάς μας να βγούμε από το σπίτι.)
Después de la discusión, él intentó amainar la tensión en la habitación.
(Μετά τη συζήτηση, προσπάθησε να μειώσει την ένταση στην αίθουσα.)
El viento comenzó a amainar al atardecer, y el barco pudo navegar mejor.
(Ο άνεμος άρχισε να χαλαρώνει το σούρουπο, και το πλοίο μπόρεσε να πλεύσει καλύτερα.)
Η λέξη "amainar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
- Amainar las aguas.
(Να ηρεμήσουν τα νερά.)
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται όταν κάτι ή κάποιος που προκαλεί ταραχή ή αναστάτωση αρχίζει να σταθεροποιείται.
A veces es mejor amainar la discusión.
(Μερικές φορές είναι καλύτερα να μετριάσουμε τη διαφωνία.)
Χρησιμοποιείται για να προτείνει ότι είναι καλύτερα να μην επιμένουμε σε μία αντιπαράθεση.
Es importante amainar las preocupaciones para poder descansar.
(Είναι σημαντικό να μειώνουμε τις ανησυχίες για να μπορέσουμε να ξεκουραστούμε.)
Εδώ προτείνεται ότι πρέπει να επιδιώκουμε τη μείωση των ανησυχιών μας.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "amanare", που σημαίνει "να γίνει ήπιος" ή "να μειωθεί".