Η λέξη "amalgama" είναι ουσιαστικό.
/fɐˈmalɣama/
Η λέξη "amalgama" αναφέρεται σε ένα μίγμα ή συνδυασμό διαφορετικών στοιχείων. Στον ιατρικό τομέα, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει ένα μίγμα μετάλλων που χρησιμοποιείται για οδοντιατρικές εργασίες (π.χ. αμάλγαμα δοντιών). Στη γενική γλώσσα, αναφέρεται στην ένωση ή συγχώνευση διαφόρων στοιχείων, όπως ιδέες ή κουλτούρες.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, με μεγαλύτερη τάση να χρησιμοποιείται σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
La amalgama de diferentes culturas en esta ciudad es fascinante.
(Ο συνδυασμός διαφορετικών πολιτισμών σε αυτή την πόλη είναι συναρπαστικός.)
El dentista utilizó una amalgama para reparar el diente.
(Ο οδοντίατρος χρησιμοποίησε ένα αμάλγαμα για να επισκευάσει το δόντι.)
La nueva obra de arte es una amalgama de estilos y técnicas.
(Το νέο έργο τέχνης είναι ένα αμάλγαμα στυλ και τεχνικών.)
Η λέξη "amalgama" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες χρήσεις που σχετίζονται με την έννοια του συνδυασμού:
Vive en una amalgama de tradiciones.
(Ζει σε ένα αμάλγαμα παραδόσεων.)
Su música es una amalgama de géneros.
(Η μουσική του είναι ένα αμάλγαμα ειδών.)
La presentación fue una amalgama de creatividad y experiencia.
(Η παρουσίαση ήταν ένα αμάλγαμα δημιουργικότητας και εμπειρίας.)
El producto final es una amalgama de ideas innovadoras.
(Το τελικό προϊόν είναι ένα αμάλγαμα καινοτόμων ιδεών.)
Η λέξη "amalgama" προέρχεται από το ελληνικό "ἀμάλγαμα" (amalga), το οποίο σημαίνει "μίγμα" ή "σύνθεση". H λέξη επίσης έχει ρίζες στα αραβικά.