Το "amanar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /amaˈnaɾ/
Η λέξη "amanar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να περιγράψει τη διαδικασία ή την κατάσταση κατά την οποία κάτι ή κάποιος ηρεμεί ή αποκαθιστά την ηρεμία. Η χρήση της είναι μάλλον σπάνια και παρατηρείται κυρίως σε γραπτούς λόγους ή σε λογοτεχνικά κείμενα, αν και μπορεί επίσης να εμφανιστεί στον προφορικό λόγο, ιδίως σε πιο επίσημα περιβάλλοντα.
"Είναι σημαντικό να ηρεμήσουμε τα πνεύματα πριν από μια συζήτηση."
"El terapeuta trató de amanar la situación tensa."
"Ο θεραπευτής προσπάθησε να αποκαταστήσει την ηρεμία στην τεταμένη κατάσταση."
"Después de la pelea, necesitaban amanar sus sentimientos."
Η λέξη "amanar" δεν είναι συνηθισμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις:
"Να ηρεμήσει η καρδιά."
"Es necesario amanar la mente antes de tomar decisiones."
"Είναι απαραίτητο να καταπραΰνεις τον νου πριν λάβεις αποφάσεις."
"Intentaron amanar las aguas turbulentas de la negociación."
Το "amanar" προέρχεται από τη λατινική ρίζα "amanare," που σημαίνει "να καθαρίσω" ή "να αποκαταστήσω," γεγονός που υποδηλώνει την έννοια της ηρεμίας και της αποκατάστασης.
Συνώνυμα: - calmar (να ηρεμήσει) - tranquilizar (να εξευμενίσει)
Αντώνυμα: - agitar (να αναταράξει) - inquietar (να ανησυχήσει)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πληρέστερη κατανόηση της λέξης "amanar" στη γλώσσα των Ισπανικών.