Μέρος του λόγου: ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: amanoˈxaɾ
Χρήση/Συχνότητα: Η λέξη "amanojar" χρησιμοποιείται σπάνια στην ισπανική γλώσσα, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο και σε λογοτεχνικό έργο.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. Prefiero amanojar mis pensamientos para encontrar la paz interior. (Προτιμώ να τακτοποιώ τις σκέψεις μου για να βρω εσωτερική γαλήνη.) 2. Amanojar la biblioteca de mi abuela fue una tarea ardua pero gratificante. (Καθαρίζοντας τη βιβλιοθήκη της γιαγιάς μου ήταν μια δύσκολη αλλά ικανοποιητική εργασία.)
Ετυμολογία: Η λέξη "amanojar" προέρχεται από τον ισπανικό όρο "manoja", που σημαίνει δέσμη ή φαστέλι.
Συνώνυμα: ordenar, organizar, limpiar
Αντώνυμα: desordenar, desorganizar, ensuciar