amar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

amar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Υποκείμενο

Φωνητική αναγραφή

/amar/

Σημασίες

Το ρήμα "amar" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει "να αγαπάω". Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στην προφορική ομιλία όσο και στα γραπτά κείμενα. Είναι ένα από τα κύρια ρήματα στην ισπανική γλώσσα και χρησιμοποιείται με μεγάλη συχνότητα.

Χρήση ρήματος

Το ρήμα "amar" σχηματίζει όλους τους χρόνους και τις μορφές τους στα ισπανικά. Ορίστε οι χρόνοι που σχηματίζονται: - Ενεστώτας: amo - Αόριστος: amé - Μέλλον: amaré - Παρατατικός: amaba - Συντελεσμένος: he amado - Μέλλον παρατατικός: habré amado - Συντελεσμένος παρατατικός: había amado - Συντελεσμένος μέλλοντας: habré amado - Υποτακτική: ame - Προστακτική: ama

Παραδείγματα

  1. Te amo con todo mi corazón. (Σ' αγαπώ με όλη μου την καρδιά.)
  2. Amar es vivir. (Το να αγαπάς είναι να ζεις.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το ρήμα "amar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ορισμένα παραδείγματα είναι: - Amar a primera vista: Ερωτεύομαι με την πρώτη ματιά. - Amar sin medida: Να αγαπάς χωρίς όριο. - Morir de amor: Να πεθάνεις από τον έρωτα. - Amar y sufrir: Να αγαπάς και να υποφέρεις. - No todo lo que reluce es oro, ni todo lo que duele, se siente. (Όλα όσα λάμπουν δεν είναι χρυσά, και όλα όσα πονάνε, δεν νιώθονται.)

Ετυμολογία

Το ρήμα "amar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "amare".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα