adjetivo (επίθετο)
/amaɾˈɣaðo/
Η λέξη "amargado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που αισθάνεται πίκρα ή απογοήτευση, συνήθως λόγω προσωπικών δυσκολιών ή αποτυχιών. Αντιπροσωπεύει μια κατάσταση εσωτερικής δυσαρμονίας και δυσαρέσκειας. Η χρήση της είναι συχνότερη σε προφορικά πλαίσια, αλλά μπορεί να αποτυπωθεί και σε γραπτό λόγο.
Αυτός είναι πικραμένος λόγω του διαζυγίου του.
No te amargues por pequeñas cosas.
Μην απογοητεύεσαι λόγω μικρών πραγμάτων.
Ella se siente amargada por la injusticia.
Η λέξη "amargado" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι ιδιαίτερα δυσαρεστημένος.
No seas tan amargado.
Συχνά χρησιμοποιείται για να ωθήσει κάποιον να μην είναι αρνητικός ή γκρινιάρης.
Vivir con amargura.
Αναφέρεται σε μία ζωή γεμάτη δυσαρέσκεια και απογοήτευση.
Tener un corazón amargado.
Αναφέρεται σε ένα άτομο που είναι συναισθηματικά επηρεασμένο ή πληγωμένο από προηγούμενες εμπειρίες.
Un comentario amargado.
Η λέξη "amargado" προέρχεται από το ρήμα "amargar", που σημαίνει "να πικραίνω" ή "να προκαλώ πίκρα". Η ρίζα σχετίζεται με την έννοια της πίκρας, η οποία μπορεί να είναι σωματική ή ψυχολογική.
Συνώνυμα: - resentido (καταπιεσμένος) - desilusionado (απογοητευμένος)
Αντώνυμα: - contento (ευτυχισμένος) - optimista (αισιόδοξος)