Α adjectivo (επίθετο)
/amaɾiˈʎento/
Η λέξη "amarillento" αναφέρεται σε κάτι που έχει μια κίτρινη απόχρωση ή που είναι ελαφρώς κίτρινο. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει αντικείμενα ή καταστάσεις που έχουν αυτή την προτίμηση χρώματος, και η χρήση της μπορεί να είναι κοινή και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη στο λογοτεχνικό πλαίσιο.
El cielo estaba amarillento durante la puesta de sol.
(Ο ουρανός ήταν κιτρινωπός κατά τη διάρκεια της δύσης του ήλιου.)
Ella llevó un suéter amarillento que le quedaba muy bien.
(Φόρεσε ένα κιτρινωπό πουλόβερ που της πήγαινε πολύ καλά.)
El papel tenía un color amarillento por el paso del tiempo.
(Το χαρτί είχε κίτρινη απόχρωση λόγω του περάσματος του χρόνου.)
Η λέξη "amarillento" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε περιγραφές για την απόχρωση ή την κατάσταση:
El amarillo me da alegría, especialmente si es amarillento.
(Το κίτρινο μου δίνει χαρά, ειδικά αν είναι κιτρινωπό.)
El cuadro tiene un tono amarillento que lo hace lucir antiguo.
(Ο πίνακας έχει μια κιτρινωπή απόχρωση που τον κάνει να φαίνεται αρχαίος.)
La luz de la habitación se ve amarillento al atardecer.
(Το φως του δωματίου φαίνεται κιτρινωπό κατά τη δύση του ήλιου.)
Η ετυμολογία της λέξης "amarillento" προέρχεται από τη βασική λέξη amarillo, που σημαίνει "κίτρινος", με την προσθήκη του -ento, που υποδηλώνει μια κατάσταση ή ένα χαρακτηριστικό.
Κιτρινωπός (amarillosco)
Αντώνυμα: