Adjetivo (Επίθετο)
/amaˈri.ʝo/
Η λέξη "amarillo" σημαίνει "κίτρινος" στην ισπανική γλώσσα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει το χρώμα κίτρινο, που μπορεί να αναφέρεται σε αντικείμενα, τρόφιμα, ή φυσικά φαινόμενα. Είναι μια κοινώς χρησιμοποιούμενη λέξη στα ισπανικά και εμφανίζεται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
El sol es amarillo y brilla en el cielo.
Ο ήλιος είναι κίτρινος και λάμπει στον ουρανό.
Me gusta el vestido amarillo que compraste.
Μου αρέσει το κίτρινο φόρεμα που αγόρασες.
Η λέξη "amarillo" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε ορισμένες:
Ver la vida en amarillo.
Να βλέπεις τη ζωή με αισιοδοξία.
(Να βλέπεις τη ζωή με κίτρινο χρώμα υποδηλώνει θετικότητα.)
Estar amarillo de envidia.
Να είσαι κίτρινος από ζηλοτυπία.
(Αναφέρεται στην έντονη ζήλια κάποιου.)
Días amarillos.
Κίτρινοι ημέρες.
(Σημαίνει ημέρες γεμάτες ευχαρίστηση και ευτυχία, που παίρνουν το όνομά τους από τον ήλιο και τη φωτεινότητα.)
Η λέξη "amarillo" προέρχεται από το λατινικό "amarīlus" που σημαίνει "κίτρινος". Υπάρχει μια κλασική σύνδεση με τη χρωματική αντίληψη, και η χρήση της υπάρχει στα περισσότερα ρομανικά γλώσσα.