amarradura: ουσία (συγκεκριμένα, θηλυκού γένους).
Φωνητική μεταγραφή: [amaɾaˈðuɾa].
Η λέξη "amarradura" αναφέρεται στη διαδικασία ή τον τρόπο με τον οποίο ένα σκάφος είναι πρόσδετο ή δεμένο. Στον ναυτικό τομέα, αναφέρεται συχνά σε όλες τις ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι το σκάφος παραμένει σταθερό και ασφαλές στο λιμάνι ή κατά τη διάρκεια των ταξιδιών. Στην γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, κυρίως σε ναυτικές αναφορές και κείμενα.
Η πρόσδεση του σκάφους είναι απαραίτητη για την ασφάλειά του.
Los marineros revisaron la amarradura antes de salir al mar.
Οι ναυτικοί έλεγξαν την πρόσδεση πριν βγουν στη θάλασσα.
Una buena amarradura puede evitar accidentes en el puerto.
Η λέξη "amarradura" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ορισμένα παραδείγματα που σχετίζονται με την ναυτική ζωή και ασφάλεια περιλαμβάνουν:
Σφιχτή πρόσδεση, ήσυχες πλεύσεις.
"No podemos zarpar sin una adecuada amarradura."
Δεν μπορούμε να αποπλεύσουμε χωρίς μια κατάλληλη πρόσδεση.
"La seguridad del puerto depende de la amarradura."
Η λέξη "amarradura" προέρχεται από το ρήμα "amarrar", που σημαίνει "να δέσω" ή "να προσδέσω". Η κατάληξη "-ura" συχνά χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να δείξει την κατάσταση ή την δράση που έχει σχέση με τη ρίζα του ρήματος.
Fijación (έλεγχος)
Αντώνυμα: