Το "amarrar" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή του "amarrar" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /a.maˈraɾ/.
Το "amarrar" σημαίνει "να δέσω" ή "να προσαρτήσω", κυρίως χρησιμοποιούμενο στο πλαίσιο του να ασφαλίσεις κάτι, όπως ένα πλοίο ή μια βάρκα. Χρησιμοποιείται συχνά στη ναυτική γλώσσα και αναφέρεται στην πράξη του δέσιμου σε διάφορους τομείς. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, ιδίως σε καταστάσεις που σχετίζονται με πλοία και σκάφη.
El capitán decidió amarrar el barco en el muelle.
(Ο καπετάνιος αποφάσισε να δέσει το πλοίο στο λιμάνι.)
Es importante amarrar bien la carga antes de zarpar.
(Είναι σημαντικό να δέσεις καλά την φορτία πριν από την αναχώρηση.)
Los pescadores necesitan amarrar sus redes al bote.
(Οι ψαράδες χρειάζονται να δέσουν τα δίχτυα τους στο βάρκα.)
Το "amarrar" εμφανίζεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν 2-3 παραδείγματα:
Amarrar cabos.
(Δένω σχοινιά.)
Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως αναφερόμενη σε κάποια διαδικασία εξοπλισμού ή ετοιμασίας σκαφών.
Amarrar algo al fuego.
(Δένω κάτι στη φωτιά.)
Χρησιμοποιείται φυσικά για να αναφέρεται σε φαγητό που ψήνεται ή μαγειρεύεται σε φωτιά.
No amarrar los cabos sueltos.
(Μη δένεις τα χαλαρά σχοινιά.)
Χρησιμοποιείται ως μεταφορά για την προτροπή να μην παραλείπεις λεπτομέρειες σε μια διαδικασία.
Η λέξη "amarrar" προέρχεται από το λατινικό "marra", που σημαίνει "δέσιμο".