Amarre είναι ένα ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /aˈma.re/
Η λέξη amarre αναφέρεται στη διαδικασία ή την πράξη του δέσιμο ή της σύνδεσης, συχνά χρησιμοποιούμενη σε ναυτικούς όρους για να περιγράψει την ασφαλή σύνδεση ενός πλοίου στο λιμάνι ή σε έναν προβλήτα. Ενδέχεται να χρησιμοποιείται και σε άλλες καταστάσεις όπου απαιτείται η στενή σύνδεση ή η συγκράτηση δύο ή περισσότερων αντικειμένων.
Η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά σε ναυτικές περιστάσεις, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε διάφορους άλλους τομείς. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά έχει μεγαλύτερη συχνότητα σε επαγγελματικά και τεχνικά κείμενα σχετικών με τη ναυτιλία.
Το πλοίο έμεινε δεμένο στο λιμάνι.
Es importante asegurar bien el amarre de la carga.
Η λέξη amarre χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που αφορούν την ασφάλεια και τη σύνδεση.
Βαθιά σύνδεση (αναφέρεται σε ισχυρούς δεσμούς ή σχέσεις).
Amarre de seguridad.
Δέσιμο ασφαλείας (χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις όπου η ασφαλής σύνδεση είναι απαραίτητη).
Amarre en condiciones.
Δέσιμο σε κατάσταση (αναφέρεται σε σωστή διαχείριση των δεσμών, π.χ. πλοία, φορτία).
El amarre de relaciones puede durar mucho tiempo.
Η δέσμευση σχέσεων μπορεί να διαρκέσει πολύ.
Un buen amarre es esencial para un viaje seguro.
Η λέξη amarre προέρχεται από το ρήμα "amarrar", το οποίο σημαίνει "να δένω" και έχει ρίζες στη λατινική λέξη "amara", που επίσης σχετίζεται με πράξεις δέσμευσης και συγκράτησης.
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη amarre και τις σχετικές της χρήσεις, σημασίες και ιδιότητές της στη γλώσσα Ισπανικά.