Η λέξη "amateur" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "amateur" στα ισπανικά είναι /a.ma.ˈteɾ/.
Η λέξη "amateur" αναφέρεται σε άτομο που ασχολείται με μια δραστηριότητα χωρίς επαγγελματική κατάρτιση ή πληρωμή. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάποιον που συμμετέχει σε αθλήματα, τέχνες ή άλλες δραστηριότητες για την ευχαρίστηση ή το χόμπι του, σε αντίθεση με κάποιον που το κάνει επαγγελματικά. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Ο ερασιτέχνης φωτογράφος έβγαλε μερικές απίστευτες φωτογραφίες.
Mi hermano es un pintor amateur.
Ο αδελφός μου είναι ερασιτέχνης ζωγράφος.
Participar en competiciones amateur puede ser muy divertido.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "amateur" χρησιμοποιείται σε κάποιες εκφράσεις και φράσεις:
Ejemplo: Ella es un amateur en la cocina, pero le encanta experimentar.
Tener un espíritu amateur.
Ejemplo: A pesar de su éxito, todavía tiene un espíritu amateur.
Amateur del arte.
Ejemplo: Es un amateur del arte que siempre visita museos.
Competencia amateur.
Η λέξη "amateur" προέρχεται από τα γαλλικά, όπου "amateur" σημαίνει "αυτός που αγαπά", και έχει τις ρίζες της στο λατινικό "amator", που σημαίνει "εραστής", προερχόμενο από το ρήμα "amare" που σημαίνει "να αγαπάς".
Συνώνυμα: - Erist (ερασιτέχνης) - Novel (νέος, αρχάριος σύμφωνα με το πλαίσιο)
Αντώνυμα: - Profesional (επαγγελματίας) - Experto (εμπειρογνώμονας)