Η λέξη "ambicionar" στα Ισπανικά σημαίνει να επιθυμείς κάτι πολύ έντονα ή να θέλεις να αποκτήσεις κάτι, συνήθως με μια έννοια φιλοδοξίας. Χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει τη δυνατότητα μιας επιθυμίας ή ενός στόχου που μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή και μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και συχνά εμφανίζεται σε πιο επίσημα ή εξεζητημένα κείμενα.
Θέλω να επιθυμώ ένα καλύτερο μέλλον για την οικογένειά μου.
Muchos jóvenes ambicionan ser famosos en las redes sociales.
Πολλοί νέοι επιθυμούν να γίνουν διάσημοι στα κοινωνικά δίκτυα.
Es natural ambicionar el éxito en la vida.
Η λέξη "ambicionar" εμφανίζεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν την επιθυμία ή τη φιλοδοξία.
(Σημαίνει να έχεις στόχους που φαίνονται ανέφικτοι.)
No hay que ambicionar más de lo que se puede alcanzar
(Σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε ρεαλιστές με τους στόχους μας.)
Ambicionar un cambio radical en la sociedad
(Εκφράζει την επιθυμία για σοβαρές μεταρρυθμίσεις.)
Ambicionar un puesto de liderazgo
(Σημαίνει να στοχεύεις σε μια ηγετική θέση σε μια επιχείρηση ή οργανισμό.)
Ambicionar vivir la vida al máximo
Η λέξη "ambicionar" προέρχεται από το λατινικό "ambitionare", το οποίο προέρχεται από την ρίζα "ambitio", που σημαίνει "φιλοδοξία" ή "επιθυμία".
Aspirar (να στοχεύεις σε)
Αντώνυμα