Ambicioso είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [am.biˈθi.so]
Η λέξη ambicioso χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει μεγάλες φιλοδοξίες ή στόχους, συνήθως με θετική ή αρνητική χροιά, ανάλογα με το πλαίσιο. Είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, καθώς οι άνθρωποι συχνά αναφέρονται σε άλλους ή τον εαυτό τους ως φιλόδοξους.
Él siempre ha sido muy ambicioso en su carrera.
(Αυτός πάντα ήταν πολύ φιλόδοξος στη σταδιοδρομία του.)
Las metas ambiciosas pueden llevar al éxito.
(Οι φιλόδοξοι στόχοι μπορούν να οδηγήσουν στην επιτυχία.)
Es ambicioso, pero a veces eso le causa problemas.
(Είναι φιλόδοξος, αλλά μερικές φορές αυτό του προκαλεί προβλήματα.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ φιλόδοξος και επιθυμεί να πετύχει.
Ambicioso hasta el último momento.
(Φιλόδοξος μέχρι την τελευταία στιγμή.)
Αναφέρεται σε κάποιον που συνεχίζει να επιδιώκει τους στόχους του χωρίς να εγκαταλείψει.
Un plan ambicioso.
(Ένα φιλόδοξο σχέδιο.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα σχέδιο που είναι πολύ μεγαλεπίβολο ή απαιτητικό.
La ambición puede ser la madre de los éxitos.
(Η φιλόδοξη διάθεση μπορεί να είναι η μητέρα των επιτυχιών.)
Η λέξη ambicioso προέρχεται από το λατινικό "ambitiosus," το οποίο σημαίνει "φιλόδοξος" ή "αναζητώντας δύναμη ή τιμές."
Συνώνυμα:
- Fervoroso (ενθουσιώδης)
- Aspirante (φιλοδοξία)
- Avanzado (προχωρημένος)
Αντώνυμα:
- Conformista (συμβιβασμένος)
- Resignado (παραιτημένος)
- Pacífico (ειρηνικός)