Το "ambiental" είναι επίθετο.
/am.bjenˈtal/
Η λέξη "ambiental" σχετίζεται με το περιβάλλον. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει οτιδήποτε συνδέεται με τη φύση, τους οικοσυστήματος και τις αλληλεπιδράσεις ανθρώπου και περιβάλλοντος. Η χρήση της είναι συχνή και στους προφορικούς και στους γραπτούς λόγους, ιδιαίτερα σε επιστημονικά, πολιτικά και κοινωνικά κείμενα.
Οι περιβαλλοντικές πολιτικές είναι απαραίτητες για την προστασία της φύσης.
La educación ambiental es crucial en nuestra sociedad actual.
Η περιβαλλοντική εκπαίδευση είναι κρίσιμη στην σύγχρονη κοινωνία μας.
La investigación ambiental ayuda a entender mejor el cambio climático.
Η λέξη "ambiental" εμφανίζεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με θέματα του περιβάλλοντος.
Οι εταιρείες πρέπει να αναλάβουν την περιβαλλοντική τους ευθύνη για να μειώσουν τον αντίκτυπο.
Crisis ambiental
Η περιβαλλοντική κρίση απαιτεί άμεσες λύσεις από όλους μας.
Conciencia ambiental
Η περιβαλλοντική συνείδηση έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.
Activismo ambiental
Ο περιβαλλοντικός ακτιβισμός είναι θεμελιώδης για την καταπολέμηση της ρύπανσης.
Legislación ambiental
Η λέξη "ambiental" προέρχεται από το ισπανικό "ambiente", που σημαίνει "περιβάλλον", συν το επίθετο -al, που συχνά χρησιμοποιείται για να σχηματίσει επίθετα που σχετίζονται με ένα ουσιαστικό.
Συνώνυμα: - ecológico (οικολογικός) - medioambiental (περιβαλλοντικός)
Αντώνυμα: - urbanístico (αστικός, αναφερόμενος σε πόλεις και αστικές περιοχές)