Η λέξη "ambiguo" είναι ένα επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης είναι: /amˈbiɣwo/
Η λέξη "ambiguo" αναφέρεται σε κάτι που έχει περισσότερες από μία πιθανές έννοιες ή ερμηνείες, δημιουργώντας μπερδεμένα ή αβέβαια αποτελέσματα. Σε νομικά, τεχνικά ή γλωσσολογικά συμφραζόμενα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει καταστάσεις όπου μια δήλωση ή κανονισμός μπορεί να ερμηνευθεί με διαφορετικούς τρόπους.
Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μία ελαφριά προτίμηση σε επίσημα και γραπτά κείμενα λόγω του σοβαρού της περιεχομένου.
El contrato tiene cláusulas ambiguas que pueden generar confusión.
(Η σύμβαση έχει διφορούμενες ρήτρες που μπορεί να προκαλέσουν σύγχυση.)
Su respuesta fue tan ambigua que nadie supo qué pensar.
(Η απάντησή του ήταν τόσο ασαφής που κανείς δεν ήξερε τι να σκεφτεί.)
Hablar de manera ambigua puede llevar a malentendidos.
(Η ομιλία με διφορούμενο τρόπο μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις.)
El mensaje fue tan ambiguo que todos lo interpretaron de forma diferente.
(Το μήνυμα ήταν τόσο ασαφές που όλοι το ερμήνευσαν διαφορετικά.)
A veces las intenciones son ambiguas en el ámbito laboral.
(Καμιά φορά οι προθέσεις είναι διφορούμενες στον εργασιακό χώρο.)
Sus declaraciones ambiguas no ayudan a aclarar el asunto.
(Οι διφορούμενες δηλώσεις του δεν βοηθούν να ξεκαθαρίσει το ζήτημα.)
Η λέξη "ambiguo" προέρχεται από το λατινικό "ambiguus", το οποίο σημαίνει "μη ξεκάθαρος" ή "διφορούμενος", από το ρήμα "ambigere," που σημαίνει "να περιστρέφεται γύρω από."
Η λέξη "ambiguo" είναι επομένως ένα σημαντικό επίθετο που χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις πολυδιάστατες ή ασαφείς σε διάφορους τομείς, από το νόμο μέχρι την καθημερινή γλώσσα.