Η λέξη "ambulante" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "ambulante" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι [am.buˈlan.te].
Η λέξη "ambulante" αναφέρεται σε κάτι που κινείται ή περιπλανιέται, συχνά χρησιμοποιούμενη για να περιγράψει άνθρωποι ή πράγματα που δεν παραμένουν σε ένα μόνο μέρος. Στη γλώσσα των βοσκών ή στην αργκό, μπορεί να αναφέρεται και σε πωλητές που προσφέρουν τα προϊόντα τους από κινητές μονάδες. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Στις καθημερινές συνομιλίες, μπορεί να αναφέρεται σε περιπλανώμενους πωλητές ή σε κινητές υπηρεσίες.
Οι περιπλανώμενοι πωλητές προσφέρουν μια ποικιλία προϊόντων στους δρόμους.
La feria ambulante llega a nuestra ciudad cada verano.
Η λέξη "ambulante" χρησιμοποιείται επίσης συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.
Μετάφραση: Κινητό σώμα: Αναφέρεται σε ένα άτομο που είναι πάντα σε κίνηση.
Mercado ambulante: Describe un mercado que no tiene una localización fija.
Μετάφραση: Περιπλανώμενη αγορά: Περιγράφει μια αγορά που δεν έχει σταθερή τοποθεσία.
Tienda ambulante: Refleja un negocio que se mueve de lugar a lugar.
Μετάφραση: Κινητό κατάστημα: Αντικατοπτρίζει μια επιχείρηση που μεταφέρεται από τόπο σε τόπο.
Espíritu ambulante: Se refiere a alguien que no se siente a gusto en un solo lugar.
Η λέξη "ambulante" προέρχεται από το λατινικό "ambulans" που σημαίνει "περπατώντας". Συνδέεται με το ρήμα "ambulare", το οποίο σημαίνει "να περπατά".