Ρήμα
/ameðɾenˈtaɾ/
Η λέξη "amedrentar" σημαίνει την ενέργεια της πρόκλησης φόβου ή ανησυχίας σε κάποιον, συνήθως με σκοπό να τον ελέγξουν ή να τον καταστείλουν. Χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις όπου υπάρχει απειλή ή καταπίεση. Η χρήση της είναι συχνή και στα δύο πλαίσια, προφορικό και γραπτό, αλλά είναι πιο διαδεδομένη στον προφορικό λόγο, ειδικά σε συζητήσεις γύρω από θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης ή ασφάλειας.
Ο νταής προσπάθησε να εκφοβίσει τους συμμαθητές του.
No dejes que el miedo te amedrente.
Μην αφήσεις τον φόβο να σε τρομοκρατήσει.
Las amenazas de violencia solo buscan amedrentar a la comunidad.
Η λέξη "amedrentar" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική, ωστόσο μπορεί να ενσωματωθεί σε φράσεις που εκφράζουν απειλή ή φόβο.
Εκφοβίζω κάποιον με λόγια.
No dejes que te amedrenten por tus ideas.
Μην αφήνεις να σε τρομοκρατούν για τις ιδέες σου.
Es triste ver cómo la violencia amedrenta a las personas.
Είναι λυπηρό να βλέπεις πώς η βία τρομοκρατεί τους ανθρώπους.
A veces, la inseguridad de la ciudad amedrenta a los inversores.
Η λέξη "amedrentar" προέρχεται από το "medren" (φοβία) και το πρόθεμα "a-", το οποίο υποδηλώνει την κατεύθυνση ή τη μετατροπή, κάτι που σημαίνει ότι πρόκειται για "να προκαλείς φόβο".
Συνώνυμα: - asustar (τρομάζω) - cohibir (καταστέλλω) - intimidar (παρα intimidar)
Αντώνυμα: - tranquilizar (ηρεμώ) - calmar (καταπραΰνω) - incentivar (ενισχύω)